Το Titan Prometheus του Στέφανου Δημουλά είναι μία αμιγώς χορευτική παραγωγή, η οποία ακολουθεί την αφηγηματική δομή της τραγωδίας του Αισχύλου. Ένα πάντρεμα κλασικού και σύγχρονου χορού με στοιχεία physical theatre, όπου το αρχαίο ελληνικό δράμα συναντά τον σύγχρονο κόσμο και την τεχνολογία. Με τις έντονες αισθητικές και συναισθηματικές διακυμάνσεις, τις ατμοσφαιρικές και στοιχειωμένες εικόνες, ο θεατής μεταφέρεται σε μια σκοτεινή, μυθική ιστορία. Η παραγωγή πραγματεύεται σύγχρονους θεματικούς άξονες με τολμηρή σκηνική παρουσίαση και έντονα ερωτήματα. Δικαιώνονται τελικά οι τολμηροί; Αξίζει να θυσιάζεσαι για το κοινό καλό; Υπάρχει πάντα η ελπίδα προς το καλύτερο; Οφείλει ο πρωταγωνιστής να πληροί συγκεκριμένα κοινωνικά «πρέπει», να υπερτερεί σε δύναμη, χάρη, ομορφιά, ευφυΐα ή πάντα να έλκεται από το αντίθετο φύλο;
Ο μύθος των λωτοφάγων και η σύνδεσή του με το παρόν. Μια ιστορία που ξεδιπλώνεται, αναμειγνύοντας τα όρια ανάμεσα στον μύθο και την σύγχρονη πραγματικότητα και αναζητά τη σοφία και τη γνώση που κουβαλάει ως κληροδότημα–μήνυμα απάντησης στο μεγάλο υπαρξιακό ερώτημα που έθεσε ο Σωκράτης: «ποιός είσαι». Η ομάδα χορού Quo Vadis συνδυάζει τα παραστατικά πεδία του σύγχρονου χορού και της μουσικής σε ένα έργο για όλες τις ηλικίες. Τρεις χορογράφοι–ερμηνευτές και ένας συνθέτης–μουσικός επιχειρούν να αφυπνίσουν βιωματικά την ταύτιση του ήρωα του παρελθόντος με τον θεατή του παρόντος. Υπογραμμίζοντας το κοινό βίωμα που παραμένει διαχρονικό και ανεξίτηλο σαν μια ιδιαίτερη πανανθρώπινη σφραγίδα.
Το έργο Άσμα Ασμάτων είναι ένα σύγχρονο χορογραφημένο «βυζαντινό ορατόριο», βασισμένο στο γνωστό βιβλικό κείμενο, τραγουδισμένο σε γλώσσα αρχαία ελληνική της ελληνιστικής περιόδου. Περιστρέφεται αισθησιακά γύρω από την έννοια του ερωτευμένου ζεύγους του Άσματος: του βασιλιά Σολομώντα και της Νύφης. Η μουσική γραφή αποτελείται από μελωδίες για σόλο και χορωδίες, αλλά και ορχηστρικές συνθέσεις που ακολουθούν τους ήρωες του έργου και τους αναδεικνύουν. Η μουσική πρωταγωνιστεί, συνοδεύει ή ακολουθεί την κίνηση και οι χορευτές φλερτάρουν με την έννοια του ηθοποιού. Η χορογραφία είναι σύγχρονη και χρησιμοποιεί ως πηγή έμπνευσης παραδοσιακούς χορούς της Ελλάδας και συναφών παραδόσεων της βυζαντινής εποχής, όπως οι γεωργιανοί χοροί. Η σκηνοθεσία νοηματοδοτεί και ενώνει ευρηματικά τα παραπάνω: μέσα από τη συνύπαρξη της μουσικής γραφής, που θυμίζει κοσμική ψαλμωδία, αλλά και του σύγχρονου λεξιλογίου του χορού, ξετυλίγεται μπροστά μας το πάντρεμα του ερωτισμού, της ιεροτελεστίας και του Θείου.
To Ρίζωμα [Ρέκβιεμ για τον μη-τόπο] είναι ένα site specific χορογραφικό έργο, για τρεις χορευτές και μια περφόρμερ, με πρωτότυπη μουσική που πλαισιώνεται από μια ιδιαίτερη εικαστική σύνθεση. Αντλώντας υλικό από το δοκίμιο «Νομαδική σκέψη» του Gilles Delleuze, τη θεωρία του περί αποεδαφικοποίησης (deterritorialization) και με αναφορές στον απελευθερωτικό αγώνα των Παλαιστινίων, ο χορογράφος Σπύρος Κουβαράς, με το νέο του έργο Ρίζωμα [Ρέκβιεμ για τον μη-τόπο] δημιουργεί ένα διάτρητο χωροχρονικό παλίμψηστο στον αρχαιολογικό χώρο των Δελφών. Σε ένα μετα-αποκαλυπτικό «σκηνικό» περιβάλλον, εντός του οποίου αλληλεπιδρούν στοιχεία πρωτογονισμού, μνήμης και φαντασιακού, ο χορογράφος προσεγγίζει το σώμα όχι ως δέσμιο του τόπου όπου κατοικεί, αλλά ως νομάδα που περιπλανιέται ανάμεσα σε ιδέες. Υπό τους ήχους της σύγχρονης ηλεκτροακουστικής μουσικής σύνθεσης, οι τέσσερις ερμηνευτές, ως περιφερόμενοι πλάνητες, σε ένα ταξίδι χωρίς αρχή και τέλος, προκαλούν μια κινητική δόνηση στο φυσικό τοπίο. Καταγωγή χαμένη, ρίζωμα ακατόρθωτο, μνήμη βυθισμένη, παρόν σε εκκρεμότητα…
Η μορφή της Πυθίας διατηρεί ακέραιο τον αινιγματικό και μυστικό της χαρακτήρα μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Στις συνειδήσεις των ανθρώπων έχει καταχωρηθεί ως σύμβολο της εκστατικής μάντισσας και αφοσιωμένης ιέρειας του Απόλλωνα. Οι συντελεστές της παράστασης «Πυθία – Ο Χορός Της Προφητείας» εμπνέονται από την προφητική μανία, τους χρησμούς και το τελετουργικό της Πυθίας και δημιουργούν μια παράσταση που διερευνά τα χαρακτηριστικά της ένθεης κατάστασής της, μέσα από τους κώδικες του χορού, του θεάτρου και της μουσικής. Η Πυθία έχει αποτελέσει στο παρελθόν πηγή έμπνευσης για ζωγράφους και ποιητές. H Κασταλία πηγή, η δάφνη, ο τρίποδας πάνω στον οποίο καθόταν, το αέριο από το χάσμα του εδάφους κ.ά. προσφέρουν μια μοναδική εικονοποιία. Είναι όμως μια από τις σπάνιες φορές που η μορφή της Πυθίας ζωντανεύει μέσα σε μια χοροθεατρική παράσταση. Άραγε τι χρησμούς θα έδινε σήμερα;
Τα «Ερωτοπαίγνια» αποτελούν ένα μουσικοχορευτικό ταξίδι στην ερωτική ποίηση του Βυζαντίου και στη σύγχρονη ποίηση της Αθηνάς Βογιατζόγλου. Η παράσταση εμπνέεται από την ανάγκη των δημιουργών της να μιλήσουν για τον έρωτα. Τον έρωτα που υπάρχει πάντα μέσα στις ζωές των ανθρώπων, ακόμη και στους πιο ζοφερούς καιρούς. Αυτή η ανάγκη υπήρξε οδηγός στην έρευνα της χορογράφου Αντιγόνης Γύρα και του συνθέτη Χρίστου Θεοδώρου που τους οδήγησε στα ερωτικά ποιήματα ή αλλιώς ροδίτικα «Ερωτοπαίγνια» που γράφτηκαν τον 15ο αιώνα, την εποχή του Βυζαντίου, όπως και στην ομότιτλη ποιητική συλλογή της Αθηνάς Βογιατζόγλου. Ένα πιάνο με ουρά, ένας συνθέτης, μια ερμηνεύτρια και τέσσερις χορευτές συνδιαλέγονται με την ερωτική ποίηση του τότε και του σήμερα, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα τρυφερότητας, σκληρότητας και χιούμορ, αποτυπώνοντας τις διαφορετικές εκφάνσεις του έρωτα κατά την εποχή της πανδημίας. Μια εποχή που τα πάντα αμφισβητούνται, εκτός από την απόλυτη ανάγκη του ανθρώπου για ζευγάρωμα, σαρκικό και πνευματικό.
Με οδηγό το ανθρώπινο σώμα και τη μουσική, σκιαγραφείται η ανθρώπινη πλευρά της Μέδουσας. Η Μέδουσα δεν είναι το «τέρας», αλλά ένα από τα πιο διαχρονικά σύμβολα της Γυναίκας-θύματος, η οποία καλείται να βρει την ταυτότητά της και να επιβιώσει σε μια κοινωνία που είναι θεμελιωμένη με βάση τις πατριαρχικές επιταγές. Μια κοινωνία που δεν διστάζει να δαιμονοποιήσει την ομορφιά της και να την τιμωρήσει για αυτήν. Στο πλαίσιο της παράστασης αναπαράγεται ο βιασμός της Μέδουσας, κινούμενος σε δύο χρονικά επίπεδα: της αρχαιότητας που γέννησε τον μύθο, και στη συνέχεια, μεταφερόμενοι στο σήμερα, της σύγχρονης οπτικής. Στόχος είναι η απονομή συμβολικά της δικαιοσύνης για το αποτρόπαιο έγκλημα του βιασμού. Όπως και για τον ηθικό «βιασμό» που διαχρονικά υφίσταται η Γυναίκα αλλά και ο κάθε Άλλος, μέσω της διαρκούς περιθωριοποίησης και δαιμονοποίησής τους από την πατριαρχική κοινωνία.
Η «All Is One – Όλα Είναι Ένα» είναι μια site specific διαδραστική παράσταση που συνδέει βιωματικά την πολιτιστική κληρονομιά με τον σύγχρονο Χορό, τον Λόγο και τη Μουσική, ειδικά σχεδιασμένη για τον Μινωικό αρχαιολογικό χώρο της Κάτω Ζάκρου Σητείας.
Η κυκλικής ροής δομή της παράστασης βασίζεται στη μεθοδολογία ANAMNESIS της Αποστολίας Παπαδαμάκη, καθορίζεται οριστικά από την αρχιτεκτονική, το φυσικό περιβάλλον, την Μυθολογία, την Φιλοσοφική Σκέψη και τα Αρχέτυπα της ελληνικής συλλογικής μνήμης. H δημιουργός της υποβρύχιας παράστασης στον Ναό του Ποσειδώνα και της Ολονυχτίας στον Ναό του Επικούριου Απόλλωνα εμπνέεται από την διάπυρη πιστή των Μινωιτών στην Φύση, τη Μεγάλη Θεά της Κρήτης και προτείνει τη μυσταγωγική σύνδεση με την αέναα περιδινούμενη Κίνηση του κόσμου και της Αρμονίας του.
Τα κοινά στοιχεία που συνθέτουν τον πυρήνα του έργου είναι η σχέση ανάμεσα στην αναπηρία και την προσφυγιά, μέσα από τις επίκαιρες διαστάσεις των φαινομένων, αναφορικά με την καταπίεση που βιώνουν, το πεδίο δράσης που τους δίνουν οι κοινωνίες και την ενσωμάτωσή τους στον κοινωνικό ιστό.
Λαμβάνοντας υπόψη κοινωνικές, οικονομικές, ταξικές, εθνικές, ψυχολογικές παραμέτρους και επιρροές, ερευνούμε το φάσμα και τις διαδικασίες ενσωμάτωσης και αποδοχής αυτών των πληθυσμών, μέσα από αυθεντικές αφηγήσεις των ίδιων των ατόμων και τον ρόλο τους στην εξέλιξη του πολιτισμού.
Ένας επαναπροσδιορισμός της τέχνης, του «διαφορετικού άλλου», του πρόσφυγα, του ανάπηρου, της ίδιας της ζωής, του ίδιου του εαυτού, των συναισθημάτων, της σχέσης με το ίδιο το σώμα, τον νου και την ψυχή.
Ένα έργο που επιχειρεί να ερευνήσει το θέμα της συλλογικής μνήμης, το πώς η Ιστορία στέκεται όχι μόνο στην εμπειρία του παρελθόντος, αλλά και του παρόντος. Σε μια ιστορική διαδρομή πουδεν είναι σαφές αν είναι ευθύγραμμη ή κυκλική, τα σώματα προοδευτικάγνωρίζουν πώς να χειριστούν την ευθραυστότητα της ένωσης αλλά και τηναναζήτηση ενός νέου εδάφους.
Έννοιες όπως εκτοπισμός, αποξένωση, βίαιος εκπατρισμός, διάρρηξη της αίσθησης του «ανήκειν» και της ταυτότητας, επαναλαμβάνονται και εναλλάσσονται διαρκώς.
Ένα νήμα από το χτες στο σήμερα, όπου η συλλογική μνήμη συναντάει την προσωπική βιωμένη ιστορία, τον τόπο του σώματος και τις διεκδικήσεις του. Ίσως ο άνθρωπος πρέπει να υποστεί πολλούς μικρούς, διαδοχικούς θανάτους, να περιηγηθεί πέρα από τα σύνορα και τις διαχωριστικές γραμμές που ενυπάρχουν κυρίως μέσα του για να καταφέρει να αναζητήσει μια ουτοπία λυτρωτική, ένα «αλλού», έναν νέο τόπο.