Το έργο Χιονάτες είναι μια παράσταση για δύο αφηγήτριες και τετραμελές μουσικό σύνολο. Στο έργο, τρεις Χιονάτες «συναντιούνται» και «συνομιλούν» για την οδύνη να μεγαλώνεις, το κόστος να ενηλικιώνεσαι, τα δώρα του δάσους. Οι Χιονάτες, όπως όλα τα παραμύθια, δεν γνωρίζουν κανένα σύνορο γλωσσικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό.
Με όχημα το πιο εύθραυστο από όλα τα μουσικά όργανα, την ανθρώπινη φωνή, διαπερνούν τον χρόνο και τους τόπους, αλλάζουν και μας δίνουν υπέροχες εκδοχές τους σε Βαλκάνια, Ευρώπη, Αφρική. Τα μαγικά παραμύθια είναι τραγούδια που παραδίδονται από γενιά σε γενιά και κάθε φορά ενδύονται τους ρυθμούς και τις μελωδίες της κοινότητας του παραμυθά που τα αφηγείται.
Η Λουκρητία, η πιο ενάρετη σύζυγος σε ολόκληρη τη Ρώμη, ξεσηκώνει παράνομο πόθο στον Ταρκύνιο, τον γιο του βασιλιά. Μετά τον βιασμό, εγκλωβισμένη μέσα στις αντιφατικές, ηθικές επιταγές του καιρού της, αυτοκτονεί, πυροδοτώντας την έξωση των βασιλέων και την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στη Ρώμη. Έτσι το θέλει ένας από τους πιο περίφημους, ευρωπαϊκούς θρύλους.
Μέσα από το αφηγηματικό ποίημα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ Ο βιασμός της Λουκρητίας, αναδύεται η σύγκρουση της νεωτερικότητας με τον πρώην συμπαγή μεσαιωνικό κόσμο που κατακερματίζεται: Ο νέος, αυτόνομα σκεπτόμενος άνθρωπος ενάντια στην παρωχημένη αυθαιρεσία των αρχόντων. Ο αρσενικός κόσμος της υπαίθρου, των πολέμων και της ανεξέλεγκτης εξουσίας ενάντια στον θηλυκό κόσμο εσωτερικού χώρου, τον κόσμο της διαπραγμάτευσης και των ηθικών φραγμών. Γύρω από τη σαιξπηρική Λουκρητία, έξι μουσικοί, δύο ηθοποιοί και ένας χορογράφος χτίζουν μια μουσικοθεατρική αφήγηση, πλέκοντας τον λόγο και την κίνηση με μουσικούς αυτοσχεδιασμούς αλλά και με παρτιτούρες της ύστερης Αναγέννησης, του πρώιμου Μπαρόκ και του 20ού αιώνα.
Η καλλιτεχνική σύγκρουση που γνώρισε η ρομαντική εποχή, ανάμεσα στους συνθέτες της, με έντονες κοινωνικές προεκτάσεις, αναδεικνύεται μέσα από ένα σπάνιο ρεσιτάλ πιάνου του Γιώργου-Εμμανουήλ Λαζαρίδη σε συνδυασμό με την πρωτότυπη κινησιολογική συνερμηνεία δύο χορευτριών επί σκηνής, της Θεανώς Ξυδιά και της Ναταλίας Μπάκα.
Η παράσταση Ο πόλεμος των ρομαντικών επιχειρεί να ταξιδέψει το κοινό στα μέσα του 19ου αιώνα, με άξονα τη σύγκρουση ανάμεσα στη μουσική αισθητική του Γιοχάννες Μπραμς και του Φραντς Λιστ.
Στο πλαίσιο αυτό θα παρουσιαστούν δύο εμβληματικά έργα του πιανιστικού ρεπερτορίου, οι τέσσερις μπαλάντες του Μπραμς και η σονάτα σε σι ελάσσονα του Λιστ, που απηχούν δύο εντελώς διαφορετικές, ενδεχομένως αντικρουόμενες μουσικές προσεγγίσεις, οι οποίες έπαιξαν καίριο ρόλο στη μετέπειτα εξέλιξη της μουσικής. Η συνθήκη του ιστορικού χώρου, του Πύργου Μπαζαίου, μνημείου του 17ου αιώνα στην ενδοχώρα της Νάξου, θα λειτουργήσει ως το πλαίσιο όπου θα αναπτυχθεί ο διάλογος μουσικής και σώματος, σε ένα ενιαίο σύνολο.
Εκεί στα ελληνόφωνα χωριά της πεδιάδας του Σαλέντο (Νότια Ιταλία) ακούγεται μέχρι σήμερα μια συγκλονιστική παράδοση, μύθος μαζί και πραγματικότητα, που σχετίζεται με τη θεραπεία της γυναίκας από την επήρεια του τσιμπήματος της φαρμακερής αράχνης. Πρόκειται για το φαινόμενο του ταραντισμού.
Η παράσταση La tarantata των Encardia έχει αφετηρία και έμπνευση το πρόσωπο της γυναίκας στις απομακρυσμένες περιοχές του ιταλικού Νότου και κατ’ επέκτασιν της γυναίκας του «κόσμου», σαν αποδέκτη και αφομοιωτή όλων των «συγκρούσεων» που η κοινωνία ή το άμεσο περιβάλλον επιφυλάσσει. H γυναίκα ερωμένη, η γυναίκα μάνα, η γυναίκα σύζυγος, η γυναίκα της προσφυγιάς και του πολέμου, η γυναίκα του πόθου ή της εγκατάλειψης, η γυναίκα… «Ταραντάτα»! Κι όσο η σύγκρουση μεταβάλλεται σε ψυχικό δηλητήριο, αυτή το «ξορκίζει» και οδηγείται στη λύτρωση χορεύοντας εκστατικά, κάτω από τους ρυθμούς των μουσικών-θεραπευτών. Η παράσταση ολοκληρώνεται με τη συμμετοχή του κοινού σε έναν λυτρωτικό χορό με σαφή αναφορά στο φαινόμενο του ταραντισμού.
Η θαυμαστή ιστορία του Χορ-χορ Αγά είναι μια μουσική παράσταση θεάτρου σκιών σε σύνθεση Αποστόλη Κουτσογιάννη, κείμενο Μάριου Χατζηπροκοπίου και σκηνοθεσία Θανάση Κριτσάκη, με ερμηνεύτρια την Ειρήνη Μάστορα.
Με αφορμή την οθωμανική οπερέτα Λεμπλεμπιτζής Χορ χορ αγάς (1875), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στα Βαλκάνια και μελωδίες της ερμήνευσε και ηχογράφησε η μπάντα του Ισλαχανέ το 1909, η παράσταση προτείνει μια πρωτότυπη μουσική για δύο τραγουδιστές (Γιάννης Διονυσίου και Νίκος Σπανάτης) και μικρό σύνολο (Oros Ensemble), καθώς και μια καινούρια δραματουργία που απηχεί και επινοεί εκ νέου το αρχικό λιμπρέτο.
Αναζητώντας την κόρη του Φατίμα στους δρόμους της μεγαλούπολης, ο χωρικός Χορ-Χορ συγκρούεται με έναν ξένο για αυτόν κόσμο και, χάνοντας τον εαυτό του, τελικά μεταμορφώνεται. Σπάζοντας το καλούπι της μοίρας των γυναικών, η Φατίμα αναδεικνύεται σε κεντρική ηρωίδα που ορίζει πλέον τη ζωή της και, βοηθούμενη από μαγικές δυνάμεις, κινεί τα νήματα της πλοκής. H φόρμα του θεάτρου σκιών γίνεται ο σκηνικός χώρος ενός σύγχρονου παραμυθιού, η μουσική παράγει το ηχητικό πεδίο όπου ξεδιπλώνονται οι χαρακτήρες, ενώ ο λόγος ξαναγράφει την παλιά ιστορία –τόσο παλιά και τόσο νέα, όσο η Σεχραζάντ.
Τρία φωνητικά σύνολα, οι Ισοκράτισσες από την Ελλάδα, το Lot Kurbeti από την Αλβανία και το Abagar Quartet από τη Βουλγαρία, προσκεκλημένα από τη WOMO και το γυναικείο φωνητικό σύνολο CHÓRES, δίνουν το δικό τους στίγμα στη μουσική παράσταση BALKANIA ξεδιπλώνοντας την εκφραστικότητα και την αισθητική τους μέσα από τις τοπικές μουσικές τους παραδόσεις.
Η επιλογή του ρεπερτορίου σκοπεύει να αναδείξει σημεία τομής μα και αντίθεσης ανάμεσά τους, που θα σκιαγραφήσουν έναν πολύμορφο καμβά βαλκανικών χρωμάτων και πολυφωνικών υφών. Στα συγκρουσιακά στοιχεία συγκαταλέγονται η ανάδειξη, διάκριση και επισήμανση της εκάστοτε εθνικής ταυτότητας με φορέα τη γλώσσα, τις διαφορές στη μουσική δομή, στα όργανα, στις λεπτομέρειες της εκτέλεσης, στην αισθητική.
Με τις ιδιαιτερότητες και επιρροές της κάθε μουσικής παράδοσης να εμπεριέχουν το ιστορικό υπόβαθρο, τα σκληρά βιώματα της συλλογικής μνήμης των εν λόγω εθνών κατά τον 20ό αιώνα, καθώς και την πολιτική βούληση (που όρισε τόσο τη μορφή όσο και τη λειτουργία των παραδόσεων αυτών στον έξω κόσμο), η συναυλία, σε ένα πλαίσιο πολιτιστικής ανταλλαγής, δίνει χώρο στις διαφορές που τονίζουν τη μουσική ποικιλομορφία, τη διαφοροποίηση και τις μοναδικότητες κάθε περιοχής.
Η μουσική παράσταση Μόρτισσα κι Αλάνης χρησιμοποιεί τη σύγκρουση δύο αρχετυπικών χαρακτήρων της μυθολογίας του ρεμπέτικου τραγουδιού, ενός ιδιότυπου ελληνικού μουσικού είδους, της μόρτισσας και του αλάνη, για να εξερευνήσει τη γενικότερη θεματική της σύγκρουσης. Επιχειρώντας να ξεφύγει από τα στερεοτυπικά σχήματα, θέλει να εισχωρήσει βαθύτερα στην εξερεύνηση μιας βαθιάς εσωτερικής υπαρξιακής σύγκρουσης, της αδυναμίας συγκρότησης ενός «εγώ» που θα μπορέσει να αποδεχθεί έναν ισότιμο «άλλον».
Οι διαπολιτισμικές επιρροές, η εισαγωγή νέων ηθών και τρόπων συμπεριφοράς στην κλειστή ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου, αλλά και η άρνηση επιτέλεσης του φύλου και ο αυτοπροσδιορισμός της σεξουαλικότητας που υπάρχει ως κρυφό επίπεδο σε πολλές συνθέσεις της εποχής, οδηγούν αναπόφευκτα σε μια σύγκρουση συμφερόντων, που στην ουσία όμως θεμελιώνεται σε μια βαθιά εσωτερική, μη διαλεκτική σύγκρουση. Η λύση δεν προκύπτει από τη σύνθεση των αντιθέσεων αλλά από την υπέρβασή τους, μέσω της αποδοχής ενός αυθεντικού «εγώ» και του αυτοπροσδιορισμένου «άλλου».
Η μουσική ομάδα In excelsis συνθέτει μια εύρυθμη παράσταση με τίτλο Εις την Πόλιν – Istanbul βασισμένη στις διάφορες και ποικίλες πλευρές του μουσικού, καλλιτεχνικού και πνευματικού τοπίου στην «οθωμανική» Κωνσταντινούπολη. Στόχος είναι αυτό το τοπίο, ζωγραφισμένο με τα χρώματα των ήχων, του λόγου και της κίνησης, να αποδώσει την ατμόσφαιρα και το κλίμα της εποχής, άλλοτε ονειρικό και πνευματικό, άλλοτε συγκρουσιακό ή λατρευτικό, πάντοτε όμως πολύχρωμο και πολυδιάστατο.
Ύμνοι από το ρεπερτόριο της «βυζαντινής μουσικής» συναντούν τη λατρευτική μουσική των Δερβίσηδων (τάγμα των Μεβλεβί) ενώ εμφανίζονται και χαρακτηριστικές ορχηστρικές συνθέσεις που εκφράζουν και το λόγιο κοσμικό πνεύμα που επικρατούσε στο Παλάτι του Σουλτάνου και την Κωνσταντινούπολη για αρκετούς αιώνες μετά την Άλωση. Παράλληλα, «στρατιωτικά εμβατήρια» συνηχούν με αποσπάσματα από λαϊκούς θρήνους για την Άλωση, και έτσι συμπληρώνονται τα σημαντικότερα ακούσματα της «Πόλης» την αναφερόμενη περίοδο.
Η διεθνής ερμηνεύτρια Ερήνη παρουσιάζει τη μουσικοχορευτική παράσταση «Μαλές» στην οποία ο θεματικός άξονας της “σύγκρουσης” αντλείται από την κρητική μαντινάδα. Μαλές στην Κρητική διάλεκτο σημαίνει καυγάς/ φιλονικία και στην προκειμένη παράσταση προκαλεί το κοινό να παρακολουθήσει όχι απλώς τη διαμάχη ως καταστροφική επενέργεια αλλά και ως δημιουργία και έμπνευση που αναπηδά μέσα από την πολιτισμική ώσμωση.
Η Ερήνη συμπράττει με τον Μανόλη Μανουσάκη (μουσική επιμέλεια) και την Αριστούλα Τόλη (επιμέλεια χορού) και ερμηνεύει παραδοσιακά κρητικά τραγούδια σε ενδιαφέρουσες ενορχηστρώσεις μιας παράδοσης που συνεχώς εξελίσσεται. Παράλληλα, η παράσταση αναδεικνύει την αλληλένδετη σχέση μουσικής, τραγουδιού και χορού, του τριφυούς δρωμένου, ενός δυναμικού φαινομένου με επιτελεστική ισχύ που συνιστά αναπόσπαστο κομμάτι της καλλιτεχνικής και πολιτισμικής έκφρασης της τοπικής κουλτούρας των Κρητών, ενώ, έμφαση δίνεται στο περιεχόμενο και τα νοήματα του λόγου. Η σύγκρουση και οι διάφορες εκφάνσεις της, αναπαρίστανται, οπτικοποιούνται και αμφισβητούνται μέσα από τη «γυναικεία ματιά» στην κρητική μουσική.
Το έργο Σεζόν είναι μια συμμετοχική μουσικοθεατρική παράσταση πρωτότυπης δραματουργίας που εστιάζει στη σύγκρουση μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων στον χώρο της εστίασης.
Κατά τη διάρκεια ενός γκαλά στην αυλή του αρχαιολογικού μουσείου, θα ξεσπάσει ένας απροσδόκητος καβγάς μεταξύ της ιδιοκτήτριας και των εργαζομένων του κέτερινγκ στα παρασκήνια. H σύγκρουση σύντομα θα μεταφερθεί στον χώρο της εκδήλωσης και η σκηνή θα μετατραπεί σε ένα πολιτικό φόρουμ με θέμα τον τουρισμό και την εργασία την περίοδο της σεζόν.
Μια φρενήρης παράσταση που σκοπεύει να σπάσει τη βιτρίνα του τουρισμού, τον καλλωπισμό του εκθέματος και την αρμονία της μουσικής, για να φωτίσει τις εσωτερικές τους συγκρούσεις. Ένα έργο για όσους ιδρώνουν, για όσους πληρώνουν και πληρώνονται κάτω από τον Ελληνικό Ήλιο. Βασισμένη σε συνεντεύξεις, η παράσταση περνά στην καθαρή μυθοπλασία για να επιστρέψει στην (καλλιτεχνική) πρόσληψη της πραγματικότητας.