Στο αριστούργημα του Διονυσίου Σολωμού, «Η Γυναίκα της Ζάκυθος», την ιστορία οραματίζεται και αφηγείται ο Διονύσιος Ιερομόναχος και το κύριο πρόσωπο είναι μια γυναίκα υψηλής τάξης, που διακρίνεται για την εξωτερική και εσωτερική της ασχήμια. Απαξιωτική προς τον αγώνα, σκληρή απέναντι στις Μεσολογγίτισσες, γεμάτη φθόνο και μίσος. Τι μπορεί να κρύβεται πίσω από την εκτρωματική αυτή μορφή; Σάτιρα ή και πολιτική αλληγορία; Η Γυναίκα μπορεί να συμβολίζει την εμφύλια Διχόνοια, τις φατρίες και τα προσωπικά συμφέροντα που οδήγησαν την Ελληνική Επανάσταση στον αφανισμό – και που… ακόμα τυραννούν τον τόπο; Ή μήπως είναι και υπαρξιακή αναζήτηση; Η Γυναίκα σαν alter ego του αφηγητή Διονυσίου Ιερομονάχου, σαν alter ego του ίδιου του Σολωμού, καθρεφτίζει την σκοτεινή όψη της ανθρώπινης ψυχής, την άβυσσο της ψυχής του καθενός μας. Την «κόλαση», ενώ παρακεί φωτίζεται αδρά το λιγοστό παραδείσιο φως που εκπέμπουν όσοι εξυψώνονται ηθικά, σαν τους Μεσολογγίτες και, κυρίως, τις Μεσολογγίτισσες. Θα υπάρξει λύτρωση; Όταν τα αποσπάσματα του Σολωμού συναντούν τα ερείπια του Ζακυνθινού κάστρου. Μία σκηνική σύνθεση λέξεων ήχων, σύγχρονης μουσικής, εκκλησιαστικών μουσικών στοιχείων μελισματικού λόγου. Μια σύνθεση, κινήσεων, εικόνων, νοημάτων εμπνευσμένων από το πολύσημο Σολωμικό αριστούργημα.
Η παράσταση παίρνει τον τίτλο της από το ομώνυμο βιβλίο του Σπύρου Α. Σκιαδαρέση. Με τις δικές του ιστορίες συναντιούνται τα μυστήρια κι οι στοχασμοί του Ανδρέα Λασκαράτου. Ο Σκιαδαρέσης, με σεβασμό στην κεφαλονίτικη πνευματική ιδιοτυπία, εμπνέεται από τη ζωή και την παράδοση. Όλες του οι Ιστορίες έχουν κάποιον πυρήνα αληθινό. Με γλώσσα ιδιωματική, περιγράφει έθιμα, τόπους κι ανθρώπους της Κεφαλονιάς του τέλους του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού. Αντίστοιχα, ο Λασκαράτος, πνεύμα ανυπότακτο και μυαλό διεισδυτικό, άλλοτε διακωμωδεί κι άλλοτε καταγγέλλει τα κοινωνικά ήθη των συμπατριωτών του, με όπλα το ολόδροσο χιούμορ, τη σάτιρα και την πνευματική του οξυδέρκεια. Με τη μουσική της παράστασης να εκτελείται ζωντανά στη σκηνή από τον συνθέτη και τους ηθοποιούς, τα έργα των δύο συγγραφέων ζωντανεύουν στο Κάστρο Αγίου Γεωργίου, συνομιλώντας με την επτανησιακή παράδοση και το σήμερα.
Μια ομάδα ηθοποιών, ένας σύγχρονος «χορός», επιχειρεί να (ανα)συνθέσει μια καταιγιστική και εν τω άμα τελετουργική μουσικοθεατρική παράσταση / αφήγηση για τη Σμύρνη, το διαμάντι της Ανατολής. Πώς αφανίζεται μια πολύβουη πολυπολιτισμική πόλη από την έξαρση των εθνικισμών, τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, την καλλιέργεια των παθών, την αμετροέπεια, τον κοντόφθαλμο μικροκομματισμό και τον πανταχού παρόντα διχασμό.
Πάνω σε ένα κείμενο πρωτότυπης γραφής που συντίθεται από μετάπλαση/κολλάζ αφηγήσεων, θραύσματα της μικρασιατικής ιστορίας ,ντοκουμέντα, δημιουργείται μια παράσταση μεικτού ύφους, όπου το τραγικό εμπλέκεται με το χιούμορ, την σάτιρα, τον Καραγκιόζη, την χορική απαγγελία.
Οι θεματικές της Ύβρεως, η Άτη – το σκοτάδι της πλάνης, βρίσκουν σε τούτο το βαθύ και ανεπούλωτο τραύμα γόνιμο έδαφος. Μα η ανελέητη μεταστροφή της τύχης επί τα χείρω, η Νέμεσις, η τραγική μοίρα χτυπά κυρίως τους Μικρασιάτες χριστιανούς…
O τζίτζικας (ή τέττιξ με δύο ταυ) από τη φύση του συνδέεται με τη διαδικασία της μεταμόρφωσης, όταν από νύμφη γίνεται ενήλικας.
Το σύνολο σύγχρονης μουσικής ΤΕΤΤΤΙΞ (με τρία ταυ) μέσω της μουσικοκινητικής παράστασης Καντάδα Πόντου καταθέτει τη δική του φαντασιακή εκδοχή της αναγκαστικής «μεταμόρφωσης» μιας κοινωνίας. Η εγκατάσταση ποντιακού προσφυγικού πληθυσμού στην Κέρκυρα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη Συνθήκη της Λωζάννης αναγκάζει τις δύο αλληλοεπηρεαζόμενες πλευρές να αναθεωρήσουν αντιλήψεις και συνήθειες.
Μέσα από το δράμα, τη σάτιρα και το λαϊκό θέαμα οι ΤΕΤΤΤΙΞ, σε συνεργασία με την κινησιολόγο Eugenia Demeglio, μεταμορφώνουν τον κεμεντζέ και το μαντολίνο γεννώντας μια νέα οντότητα, σ’ ένα περιβάλλον όπου η διαφορετικότητα προβληματίζει και στιγματίζει, όμως ταυτόχρονα ανανεώνει, αναζωογονεί και εμπνέει
Σε μια σκηνή-αρχαιολογικό χώρο, πέντε Κεφαλονίτες καλλιτέχνες που ζουν και δημιουργούν στο 2022 ζωντανεύουν αφηγήσεις από τις μέρες του 1922, σιγοτραγουδούν μελωδίες, ψάχνουν τον μίτο που τους συνδέει με τους προγόνους τους, που είτε γεννήθηκαν στην Κεφαλονιά ή στην Ιθάκη είτε βρέθηκαν εκεί κυνηγημένοι, ορφανοί και φοβισμένοι. Συνεργάζονται μαζί τους ένας Βρετανός σχεδιαστής φωτισμών, μια ξενιτεμένη Κεφαλονίτισσα σκηνογράφος και ένας σκηνοθέτης που έχει ρίζες στην Καππαδοκία.
Στην παράσταση παρουσιάζεται αρχειακό υλικό από την υποδοχή των 7.000 προσφύγων και από την ενσωμάτωση όσων, τελικά, παρέμειναν στα δυο νησιά.
Χωρίς θλίψη, αλλά με τη διάθεση να μεταδώσουμε το κλίμα της εποχής και μαζί να επανακαθορίσουμε την έννοια του «πρόσφυγα». Γιατί η Προσφυγιά δεν είναι ένα στιγμιαίο γεγονός στην παγκόσμια ιστορία.
Ποια είναι τα υπολείμματα του πολιτισμού μας; Τι είδους απόβλητα υπάρχουν και σε ποιες μορφές; Αποτελεί η αρχαία κληρονομιά ένα απόβλητο του παρελθόντος; Είναι τα σκουπίδια του παρόντος η πολιτιστική κληρονομιά του μέλλοντος; Τι αφήνουμε πίσω μας και πώς θα μας θυμούνται; Η παράσταση Λύματα ή Πώς θα μας θυμούνται, σε ενεργό διάλογο με τις σύγχρονες εικαστικές τέχνες, αποσκοπεί στη δημιουργία ενός υβριδικού έργου τέχνης, ενός αντι-κληροδοτήματος.
Βασική δραματουργική αφετηρία αποτελεί η έννοια των λυμάτων, τόσο ως υλικής αποτύπωσης της αλλοιωτικής παρέμβασης του ανθρώπινου πολιτισμού στη φύση όσο και ως μεταφορικής αποτύπωσης όσων αφήνουμε πίσω μας στους πολιτισμούς του μέλλοντος. Στη σκηνή τοποθετούνται υλικά που θα μπορούσαν να αποτελέσουν αυτή τη μελλοντική κληρονομιά. Αντικείμενα, ιδέες, απόψεις, τοπικοί παράγοντες και θεϊκές λύσεις μπαίνουν σε έναν διάλογο, με τις εικαστικές τέχνες να βοηθούν στην υλική αποτύπωση αυτού που δυστυχώς (ή ευτυχώς) στο θέατρο πεθαίνει μετά το τέλος της παράστασης.
Το Αλφάβητο, ένα από τα πιο γνωστά ποιήματα της πρωτοπόρου Δανής συγγραφέως και ποιήτριας Ίνγκερ Κρίστενσεν, μια νεωτεριστική ποιητική σύλληψη, προφητική, επίκαιρη, διαχρονική, με κοινωνικές και οικολογικές προεκτάσεις, παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα με τη μορφή μουσικοθεατρικής παράστασης σε διασκευή και σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη.
Τρεις γυναίκες ηθοποιοί μαζί με δύο μουσικούς επί σκηνής, αναζητούν, με όχημα εμβληματικές ποιητικές συνθέσεις, ένα κομμάτι από τον χαμένο παράδεισο, κάποια μέρα, ίσως, μετά το τέλος του κόσμου. H σκηνική τους συνύπαρξη θα δημιουργήσει ένα εκρηκτικό οπτικοακουστικό περιβάλλον. Η παράσταση στοχεύει στη συλλογική μας ευθύνη απέναντι στο περιβάλλον και τη φύση, την αειφορία και τη συνέχιση της ζωής στον πλανήτη.
Η παράσταση BEartH αποτελεί ένα πολύτεχνο πρωτότυπης μεικτής μουσικής για κόντρα τενόρο, βαθύφωνο, κλαρινέτο, μπάσο κλαρινέτο, βιολοντσέλο και πιάνο, προηχογραφημένα μέρη ηλεκτροακουστικής μουσικής και χορό. Όπως διαφαίνεται και από τον τίτλο του, το έργο διαπερνάται από τέσσερις άξονες: Γέννηση, Ύπαρξη, Γη, Δημιουργία. Η τετραδική υπόσταση της Τετρακτύος ενυπάρχει σχεδόν σε όλα τα δομικά στοιχεία του έργου, το οποίο είναι απότοκο μελέτης της Θεογονίας του Ησιόδου, της Γένεσης, της Αποκάλυψης, των Ορφικών Ύμνων, του ποιητικού λόγου των Ουίλλιαμ Μπλέικ, Τζων Μίλτον, Ντάντε Αλιγκέρι, καθώς και της Ασκητικής του Νίκου Καζαντζάκη. Συνδετικοί κρίκοι, η δύναμη της δημιουργίας, η αναγκαιότητα εναρμόνισης του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον, υπαρξιακοί προβληματισμοί αλλά και η αντιπαράσταση αντίθετων-παραπληρωματικών εννοιών. Αποσπάσματα από τα πρωτότυπα κείμενα θα ακουστούν μέσω μελοποιημένης ποίησης αλλά και αφήγησης.
Ένα κοκτέιλ κερασμένο απ’ τους εργαζόμενους στον τουρισμό
Για τα περισσότερα παιδιά το καλοκαίρι είναι η πιο ξένοιαστη εποχή του χρόνου. Για τους ενήλικες η θερινή περίοδος είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση που απαιτεί οργάνωση, σχεδιασμό και χρήματα. Για ορισμένους επαγγελματίες το καλοκαίρι ταυτίζεται με την εργασία τους. Οι εργαζόμενοι/ες πρέπει, ακόμα και σε εξαντλητικές συνθήκες, να κρύψουν την κούρασή τους για να μην επιβαρύνουν τη διάθεση των παραθεριστών, οι δε ταξιδιώτες επενδύουν τα χρήματά τους σε διακοπές και ελπίζουν ότι μέσα από αυτές θα αποζημιωθούν για τις ματαιώσεις και την κόπωση μιας ολόκληρης χρονιάς.
Στη σκηνή πρωταγωνιστεί ό,τι μένει στη σκιά του καλοκαιριού: οι σκέψεις που δεν μοιράζονται οι ξεναγοί με τους τουρίστες, οι συζητήσεις του προσωπικού στις κουζίνες, τα παρεχόμενα δωμάτια των είκοσι τετραγωνικών, που μαζί με τα τέσσερα γκαρσόνια κοιμίζουν και 23 κατσαρίδες.
Είμαστε όλοι ίσοι κάτω από τον ήλιο ή μαζί με τις αποσκευές μας μεταφέρουμε και τις ήδη υπάρχουσες ανισότητες στα τουριστικά θέρετρα;
Ταξίδι είν’ η ζωή μας
Στη Νύχτα, στο Χειμώνα,
Γυρεύουμε το διάβα μας,
Στον άναστρο λειμώνα.
Η παράσταση θεάτρου και μουσικής Να πώς άρχισε, σε σκηνοθεσία Βικτώριας Φώτα και μουσική Λευτέρη Βενιάδη, βασίζεται στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Λουί-Φερντινάν Σελίν.
Σε μια έκρηξη ενθουσιασμού, ο νεαρός φοιτητής ιατρικής Φερντινάν Μπαρταμού κατατάσσεται εθελοντικά στον γαλλικό στρατό αμέσως μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο σύντομα μετανιώνει για την πράξη του, βλέποντας από κοντά τη δολοφονική ανικανότητα των ανωτέρων του, την αγριότητα της ανθρώπινης φύσης και το παράλογο του πολέμου.
Ο Μπαρταμού δεν είναι πρότυπο, δεν είναι ένας ήρωας πολέμου. Η αιρετική του στάση και οι ανατρεπτικές του απόψεις θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μηδενιστικές. Εκφράζουν όμως τις μύχιες σκέψεις κάθε ανθρώπου που, συνειδητοποιώντας τη φρίκη του πολέμου και τη ματαιότητα των συγκρούσεων στο όνομα των εθνών, των θρησκειών και εν γένει των ιδεολογιών, προτιμά να επιβιώσει και να μην μετατραπεί σε έναν ακόμη νεκρό «ήρωα» που θα μείνει για πάντα στην αφάνεια.