Βρισκόμαστε στον απόηχο μιας εμφύλιας εξόντωσης. Τα πρόσωπα νοσούν· οι πληγές τους τα έχουν αποκτηνώσει και μετατρέψει σε πλάσματα που ακροβατούν ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο. Πρόσωπα κουρασμένα, ασχημισμένα, ρημαγμένα από τον πόλεμο, από τον πόνο, την καταστροφή, την εξαθλίωση και το αβυσσαλέο μίσος· για τον αδελφό, τον συνοδοιπόρο, εκείνον που κλήθηκαν να μοιράζονται την καρπερή και την άγονη γη, για τον ίδιο τον Θεό. Η μόνη που έχει ακόμα το φως εντός της, την αθωότητα, την ελπίδα για μια αμόλυντη ζωή είναι η Νύφη· θέλει να γίνει το εύφορο χώμα για να καρπίσει η νέα γενιά που θα αγαπά και θα συμβιώνει αρμονικά. Όμως, γίνεται το διεκδικούμενο λάφυρο· το πολύτιμο διαμάντι, που όλοι θα το μολύνουν. Αφού δεν μπορούν να ανταποκριθούν στη λάμψη του, θα πρέπει να το βουτήξουν στη λάσπη τους. Οι ήρωες, όσο και να προσπαθούν να αντισταθούν στην ορμή της καταστροφής, είναι προκαταβολικά παραδομένοι στην απολυτότητα της νομοτέλειας.
* Θερμές ευχαριστίες στον Πρόεδρο Πολιτιστικού Συλλόγου Κόκκινης Εκκλησιάς Νίκο Καραβασίλη για την πολύτιμη βοήθειά του και την υποστήριξή του για την υλοποίηση της παράστασης.
Στην παράσταση Μια φωτεινή ελεγεία για την Ανθούλα Σταθοπούλου, μια ποιήτρια ακροβατεί στα όρια της ζωής και του θανάτου και, καθώς η ζωή της τελειώνει, προσπαθεί να κρατηθεί από τις λέξεις, αυτές που υπηρέτησε. Η σκηνοθετική προσέγγιση του Γιάννη Σολδάτου και της Έφης Βενιανάκη βασίζεται στην επεξεργασία και τον ιδιαίτερο τονισμό της κάθε λέξης. Οι λέξεις μετατρέπονται σε «σκηνικά αντικείμενα» και εκφέρονται με ιδιαίτερη έμφαση, χωρίς να γίνονται μανιέρα. Τα ζητήματα της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου, η φθορά και ο θάνατος στο ποιητικό σύμπαν του έργου δεν παύουν να έχουν τολμηρή επικαιρότητα, αφού και η εποχή μας δοκιμάζεται στα ίδια διαχρονικά ζητήματα.
Η Ανθούλα Σταθοπούλου σε ηλικία 27 ετών, την άνοιξη του 1935, φεύγει από τη ζωή αφήνοντας σημαντικό ποιητικό έργο. Στην έκθεση που συνοδεύει την παράσταση το σήμερα συνδέεται με το χθες, διαμέσου φωτογραφικών τεκμηρίων από εγκαταλειμμένα σανατόρια, όχι σαν ρεαλιστικό γράφημα αλλά ως εικαστική ιστοριογραφία. Η ιδιαιτερότητα της ταυτότητάς τους τα μεταγράφει στα περίπλοκα μονοπάτια που ανοίγει η μνήμη στη μυθογραφία του εικοστού αιώνα.
Τι σχέση έχει ο Γκαίμπελς με τον Χατζηαβάτη; Ο Καβάφης με την Κλεοπάτρα; Ο Νιόνιος με τον Τσώρτσιλ; Και πώς το δάγκωμα μιας μαϊμούς ευθύνεται για τη Μικρασιατική εκστρατεία; H Artifactory παρουσιάζει την παράσταση θεάτρου σκιών για μικρούς και μεγάλους Ο Καραγκιόζης το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια, που έχει ως αφετηρία το ποίημα του Κ.Π. Καβάφη Το 31 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια.
Το έργο αναδεικνύει τη ναυμαχία του Ακτίου, ένα κρίσιμο γεγονός της ελληνιστικής αρχαιότητας, προσφέροντας μια μοναδική εμπειρία που αντικατοπτρίζει σύγχρονα θέματα περί παραπληροφόρησης, της παράδοξης φύσης του πολέμου και της επιρροής των ψευδών ειδήσεων στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Η παράσταση αποτελεί μέρος του διαθεματικού πολυσυλλεκτικού εγχειρήματος Καβάφης: 4 ποιήματα για τη Νικόπολη, που επιχειρεί τη σύνδεση του ποιητικού σύμπαντος του Καβάφη και της σχέσης του με την αρχαιότητα, έτσι όπως αυτή αποκαλύπτεται μέσα από τέσσερα ποιήματα, με τον αρχαιολογικό χώρο της Νικόπολης και την ιστορία της.
Στον κατεξοχήν φορτισμένο τόπο του Νεκρομαντείου του Αχέροντα, συναντάμε μια γυναίκα στην αυλή του σπιτιού της. Μας καλωσορίζει και μας μαζεύει γύρω της για να μας διηγηθεί την εμπειρία της από την πρώτη της συνάντηση με το φαινόμενο του θανάτου. Μαζί της, δίπλα της ένας μουσικός σαν μια αόρατη φιγούρα τη συνοδεύει ηχητικά σε αυτή τη σύγχρονη και συνάμα παραδοσιακή αφήγηση. Μια αφήγηση για το πέρασμά από την εγκόσμια κατάσταση στην υπερκόσμια. Μια προσπάθεια κατανόησης και εξαγνισμού του δεύτερου μέρους του ζεύγους «Ζωή και Θάνατος». Αυτού του τόσο καθημερινού και αναπόσπαστου μέρους κάθε ύπαρξης που ακόμη μας δυσκολεύει στην αποδοχή του.
Το έργο Διατί η μηλιά δεν έγινε μηλέα, βασισμένο στο διήγημα του Γεωργίου Βιζυηνού, αποτελεί μια παράσταση θεάτρου και χορού με συνοδεία ζωντανής μουσικής.
Στο διήγημα, ο συγγραφέας εξιστορεί ένα περιστατικό της σχολικής ζωής του, θίγοντας το θέμα της διαμάχης του γλωσσικού ζητήματος κι ενώ όλα τα Βαλκάνια βρίσκονται σε αναβρασμό. Το γλωσσικό ζήτημα υπήρξε το έδαφος σημαντικών συγκρούσεων στη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού κράτους, από τις απαρχές της Επανάστασης μέχρι και τις αρχές της μεταπολίτευσης, με σημαντικές πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές προεκτάσεις. Το δέντρο μηλιά, ομόηχη της μιλιάς, παίρνει στην αφήγηση τη θέση του λόγου, της λαλιάς.
Ο λόγος της θεατρικής πρόζας με τον μη λόγο της χορευτικής κίνησης θα συγκρουστούν και θα συνθέσουν με κοινό έδαφος τη μουσική. Θα γίνουν η Μηλιά, και η Μηλέα, θα αποδώσουν τη σύγκρουση του μικρού Γιωργή με τον δάσκαλό του και θα γίνουν οι λέξεις που θα παλεύουν για το ποια θα κατοικήσει τελικά στο μυαλό και την ψυχή του παιδιού.
Μια θεατρική σύνθεση που φωτίζει την «Οδύσσεια» του καλλιτέχνη Ρενάτο Μόρντο και της συζύγου του Τρούντε με φόντο τη δραματική φυλάκισή του στο Χαϊδάρι στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής στην Αθήνα. Αυστριακός, Εβραίος με ελληνική ιθαγένεια και πρόσκαιρα και γερμανική, ο Μόρντο είναι εύκολος στόχος σε μια εποχή που ο κόσμος έχει χωριστεί σε στρατόπεδα.
Κεντρικό στοιχείο στη σύνθεση ο Χρόνος που τελειώνει καθώς εκκρεμεί η απόφαση μεταφοράς του Μόρντο στο Άουσβιτς. Μέσα από τα γράμματα που ανταλλάσσουν με τη σύζυγό του Τρούντε ζωντανεύουν τα όνειρα, οι εφιάλτες, η μεγάλη αγάπη της για τη Μουσική και το Θέατρο αλλά και οι εσωτερικές της συγκρούσεις καθώς η καταγωγή, η θρησκεία, η υπηκοότητα και η καλλιτεχνική της ιδιότητα άλλοτε γίνονται διαβατήρια σωτηρίας και άλλοτε η καταδίκη της.
Ο δεύτερος πρωταγωνιστής στη σκηνή είναι η Μουσική. Η Καλλιόπη Μητροπούλου ζωντανεύει συνθέσεις που είναι είτε μεταγραφές γνωστών θεμάτων είτε πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις στο ύφος της εποχής του Μεσοπολέμου που γεωγραφικά μας ταξιδεύουν από τις παρυφές της Αφρικής ως τα καμπαρέ της κεντρικής Ευρώπης.